χαφιεδισμός

χαφιεδισμός
ο
ενέργεια που αρμόζει σε χαφιέ, κάθε πράξη χαφιέ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαφιεδισμός — ο, Ν 1. στάση και συμπεριφορά χαφιέ 2. πράξη και ενέργεια χαφιέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαφιέδ ες, πληθ. τής λ. χαφιές + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • κατασκοπία — η κατασκόπευση, χαφιεδισμός, συλλογή πληροφοριών που αναφέρονται στα κρατικά μυστικά μιας χώρας: Τον συνέλαβαν για κατασκοπία και τον έκλεισαν στις φυλακές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”